Σικάγο Μπουλς: ένα όνομα, -κυριολεκτικά- μια ιστορία. Ακόμη και για κάποιον που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το μπάσκετ, είναι ένα όνομα συνδεδεμένο με την αθλητική υπεροχή, τη μόδα, το ραπ, την ποπ κουλτούρα. Οι παίκτες του ΝΒΑ, και πόσο μάλλον το βαρύ σε κληρονομιά όνομα του Μάικλ Τζόρνταν που είναι στενά συνυφασμένο με τους Μπουλς, μας προκαλούν πάντα την εσωτερική αίσθηση ότι κάθε άνθρωπος, αν έχει επιμονή, ταλέντο, αλλά και πνεύμα συνεργασίας, μπορεί να φτάσει στα όρια της δυνατότητάς του και να την εκπληρώσει απολύτως.
Οι Μπουλς, με τη μακρά τους ιστορία που πρωτοξεκίνησε το 1966, αποδεικνύουν ακριβώς ότι μια αθλητική ομάδα μπορεί να κατακτήσει, πέραν των τίτλων του μπάσκετ, και το status ενός κολοσιαίου brand που διαχέεται ακόμα και σήμερα σε όλες τις πτυχές της πολιτισμικής πραγματικότητας.
Από τις θρυλικές αναμετρήσεις με τους Ντιτρόιτ Πίστονς μέχρι το εμβληματικό “The Last Shot” του Τζόρνταν, η πορεία των Μπουλς είναι γεμάτη δράμα, θριάμβους και ιστορίες που συνεχίζουν να εμπνέουν γενιές φιλάθλων. Στο παρακάτω άρθρο, θα εξερευνήσουμε ακριβώς την ιστορία, την κληρονομιά, την πολιτισμική επίδραση και την ακαταμάχητη γοητεία που ακόμα και σήμερα ασκεί μια από τις πιο εμβληματικές ομάδες στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού.
Τα πρώτα χρόνια

Οι Σικάγο Μπουλς ιδρύθηκαν το 1966 από τον Ρίτσαρντ Κλάιν. Ως πρώτος ιδιοκτήτης της ομάδας, ο Κλάιν είχε τη φιλοδοξία να φέρει ξανά το επαγγελματικό μπάσκετ στο Σικάγο μετά την αποτυχία των προηγούμενων ομάδων της πόλης, των Σικάγο Στάγκς (1946-1950) και των Σικάγο Ζέφυρς (1950-1963). Το όνομα “Μπουλς” το επέλεξε λόγω της ιστορίας του Σικάγου ως κέντρου παραγωγής κρέατος και εμπορίου βοοειδών.
Στα 1966-1967, στην πρώτη τους δηλαδή σεζόν, οι Μπουλς ξεκίνησαν ήδη δυναμικά. Για την ακρίβεια, κατέγραψαν την καλύτερη πρώτη σεζόν για νέα ομάδα στην ιστορία του NBA, με ρεκόρ 33-48. Ο προπονητής Τζόνι Κερ ήταν ο πρώτος καθοδηγητής της ομάδας, ενώ ο Γκάι Ρότζερς και ο Μπομπ Μπούζερ ήταν τότε ένας εκ των κορυφαίων παικτών. Η ομάδα προκρίθηκε στα πλέι οφ στην πρώτη της χρονιά, γεγονός που αποτελεί σπανιότητα για νέες ομάδες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι Μπουλς καθιερώθηκαν ως μια σκληρή, αμυντική ομάδα. Μαζί με τους Νόρμαν Βαν Λιρ, Μπομπ Λοβ και Τομ Μπορέβινκ, οι Μπουλς έγιναν μια από τις πιο ανταγωνιστικές ομάδες της Ανατολικής Περιφέρειας, αλλά δεν κατάφεραν τότε να φτάσουν στους Τελικούς του NBA.
Παρόλη τη δυναμική είσοδο της ομάδας και την εδραίωσή την στην πόλη του Σικάγο, η δεκαετία του 1970 δεν αποδείχθηκε τόσο ευοίωνη. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι Μπουλς δεν κατάφεραν να προχωρήσουν βαθιά στα πλέι οφ, παρά την ηγεμονική θέση παικτών όπως οι Άρτις Γκίλμορ και Ρέτζι Θιούις. Μέχρι το ’80, η ομάδα πάλευε να βρει τα σταθερά της πατήματα και συχνά παρέπαιε, μένοντας πολλές φορές και εκτός πλέι οφ.
Όλα αυτά, μέχρι το 1984…
Τα χρόνια που σφράγισε ο Μάικλ Τζόρνταν

To 1984 ήταν μια εμβληματική χρονιά για την πορεία των Σικάγο Μπουλς. Τότε, ένα νέο ταλέντο που μέχρι πρότινος έπαιζε με την κολλεγιακή ομάδα του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας προσχώρησε στους Μπουλς, στην παρθενική του είσοδο στο ΝΒΑ.
Για την πλήρη ιστορία του Μάικλ Τζόρνταν, ενός πραγματικού αθλητικού θαυματοποιού, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Το νεαρό αυτό ταλέντο δεν ήταν άλλο από τον Μάικλ Τζόρνταν. Για την ακρίβεια, η εκλογή του από τον προπονητή Ρόι Σμιθ στα ντραφτ του 1984 δεν ήταν απλώς μια ευκαιρία για τον Τζόρνταν να παρουσιάσει την αθλητική του επιδεξιότητα σε μια επαγγελματική ομάδα. Ήταν ένα γεγονός που άλλαξε ριζικά το πεπρωμένο τόσο του Τζόρνταν όσο και των Σικάγο Μπουλς. Από την πρώτη του σεζόν στην ομάδα, στα 1984-1985, ο Μάικλ κέρδισε ήδη τον επίτιμο τίτλο “Rookie of the Year“, ίσως τον πιο τιμητικό τίτλο στο μπάσκετ για έναν πρωτοεμφανιζόμενο.
Κυριαρχία στο ΝΒΑ
Τα επόμενα χρόνια, παρά την κυριαρχία του Τζόρνταν στην ομάδα, οι Μπουλς αντιμετώπιζαν δυσκολίες απέναντι σε ισχυρούς και άξιους αντιπάλους, όπως οι Ντιτρόιτ Πίστονς. Το 1987, η ομάδα ενδυνάμωσε το ρόστερ της με την προσθήκη του Σκότι Πίπεν και του Χόρας Γκραντ, ενώ το 1989 ο Φιλ Τζάκσον έγινε προπονητής, εισάγοντας το περίφημο “Triangle Offense.”
Το 1991, οι Μπουλς κατέκτησαν το πρώτο τους πρωτάθλημα επικρατώντας επί των Λος Άντζελες Λέικερς στους τελικούς. Ακολούθησαν δύο ακόμα τίτλοι το 1992 (κόντρα στους Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς) και το 1993 (κόντρα στους Φοίνιξ Σανς), καθιστώντας τους Μπουλς την ηγεμονική δύναμη του NBA. Ο Τζόρνταν κέρδισε το βραβείο MVP των τελικών και τις τρεις χρονιές.
Απόσυρση του Μάικλ Τζόρνταν (1993-1995)
Στα 1993, η δολοφονία του πατέρα του Μάικλ Τζόρνταν έφερε ολέθρια αποτελέσματα στην προσωπική και την επαγγελματική του ζωή. Ο πατέρας του, ταξιδεύοντας από τη Βόρεια Καρολίνα προς το σπίτι του στη Νότια Καρολίνα, σταμάτησε με το αυτοκίνητό του για μια μικρή ανάπαυλα πριν τη συνέχιση του ταξιδιού του.
Τότε, οι Ντάνιελ Γκριν και Λάρι Ντέμερι, στην προσπάθειά τους να ληστέψουν το αμάξι του πατέρα του Τζόρνταν, μία Lexus SC400 που ήταν μάλιστα και δώρο του Μάικλ, τον πυροβόλησαν με αποτέλεσμα να τον δολοφονήσουν. Ο άδικος χαμός του πατέρα του, οδήγησαν τον Μάικλ Τζόρνταν στην καθολική απόσυρσή του από την ομάδα για τα επόμενα τρία χρόνια.
Το γεγονός αυτό μοιάζει περισσότερο με μια προσωπική ιστορία, όμως στην πραγματικότητα αναδεικνύει τον ζωτικής σημασίας ρόλο που έπαιζε ο Μάικλ Τζόρνταν για τους Σικάγο Μπουλς. Αποχωρώντας από την ομάδα για να δοκιμάσει την τύχη του στο μπέιζμπολ, ένα άθλημα στο οποίο προπονούνταν από την παιδική του ηλικία, άφησε κυριολεκτικά καμμένη γη πίσω του. Οι Μπουλς, παρά τις προσπάθειες του Πίπεν, δεν κατάφεραν να κερδίσουν άλλους τίτλους αυτή την περίοδο.
“I’m back”
Ο Τζόρνταν επέστρεψε τον Μάρτιο του 1995 με το θρυλικό μόττο “I’m back”. Την επόμενη σεζόν (1995-96), οι Μπουλς έφεραν εις πέρας την καλύτερη κανονική περίοδο στην ιστορία του NBA με ρεκόρ 72-10. Με τη βοήθεια του Ντένις Ρόντμαν, κατέκτησαν τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα το 1996 (κόντρα στους Σιάτλ ΣούπερΣόνικς), το 1997 και το 1998 (κόντρα στους Γιούτα Τζαζ).
Ο τελευταίος τελικός του 1998 περιλάμβανε τη διάσημη στιγμή του “The Last Shot” του Τζόρνταν, όπου πέτυχε το νικητήριο καλάθι μπροστά στον Μπράιαν Ράσελ των Τζαζ. Τη θρυλική αυτή στιγμή μπορείτε να δείτε καταγεγραμμένη στο παρακάτω βίντεο:
Η δεύτερη αποχώρηση του Τζόρνταν από τους Σικάγο Μπουλς
Στα 1998, ο Μάικλ Τζόρνταν, μαζί με τον Φιλ Τζάκσον, αποχώρησαν οριστικά από την ομάδα των Σικάγο Μπουλς. Από τη χρονιά εκείνη μέχρι και το 2007, επικρατεί στην ομάδα μια ατμόσφαιρα ανασυγκρότησης και ανέγερσης.
Η ανασυγκρότηση
Η αποχώρηση των πιο ταλαντούχων παικτών αρχίζει να δείχνει τα αποτελέσματά της: την περίοδο 1998-99 οι Μπουλς θα σημειώσουν 13 μόλις νίκες και θα καταλήξουν στην τελευταία θέση της Περιφέρειας. Ακολουθούν άλλες τρεις σαιζόν με την ομάδα να τερματίζει ξανά και ξανά στην τελευταία θέση της Ανατολικής Περιφέρειας.
Κατά τις χρονιές 2002-2003, η ομάδα σημειώνει μια ελαφρα ανάκαμψη, πετυχαίνοντας τις 30 νίκες και τερματίζοντας στη 12η θέση της Περιφέρειας. Ωστόσο, κατά την επόμενη αγωνιστική περίοδο οπισθχώρησε ξανά ως προς τις επιδόσεις της, σημειώνοντας ρεκόρ 23-59 και φτάντοντας τελικά στη 14η θέση στην Ανατολή πάνω από τους Ορλάντο Μάτζικ.
Η άνοδος
Στα ντραφτ του 2004, οι Σικάγο Μπουλς επιλέγονται τρίτοι, μετά τους Ορλάντο Μάτζικ και τους Σάρλοτ Μπόμπκατς, με εκλογή τους τον Μπεν Γκόρντον. Ο Γκόρντον την περίοδο εκείνη, με 15,1 πόντους θα μπει στην Καλύτερη Πεντάδα των Rookies και θα τιμηθεί ως Έκτος Παίκτης της χρονιάς. Έτσι, συνεπικούρησε τους Μπουλς να κάνουν ρεκόρ 47-35 και να συμμετάσχουν τελικά στα Play-Off από τα οποία αποκλείονται ήδη από τον πρώτο γύρο από τους Ουάσινγκτον Γουίζαρντς.
Παρόλα αυτά, το 2006-2007 θα είναι μια καλή χρονιά για τους Μπουλς, καθώς θα κάνουν ρεκόρ 49-33 και θα φτάσουν μέχρι το 2ο γύρο όπου και θα αποκλειστούν από τους Ντιτρόιτ Πίστονς.
Οι σημερινοί Σικάγο Μπουλς

Οι Μπουλς εξακολουθούν να αγωνίζονται στην Ανατολική Περιφέρεια, με σκοπό να ξανακερδίσουν τη δόξα του παρελθόντος τους. Με την προσθήκη παικτών όπως οι Ζακ ΛαΒίν, ΝτεΜάρ ΝτεΡόζαν και Νίκολα Βούτσεβιτς, η ομάδα επιδιώκει να είναι ξανά ανταγωνιστική στο NBA- και πολλές φορές τα καταφέρνει.
Το καλοκαίρι του 2011 οι Μπουλς επέλεξαν στα ντραφτ τον Τζίμι Μπάτλερ ο οποίος το 2015-2017 ψηφίστηκε στην καλύτερη πεντάδα του ΝΒΑ. Στις 22 Ιουνίου του 2016, ο Ντέρικ Ρόουζ και ο Τζάστιν Χόλιντεϊ, μαζί με το δεύτερο γύρο του ντραφτ πικ 2017, αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους Νιου Γιορκ Νικς για τον σέντερ Ρόμπιν Λόπεζ και τους πόιντ γκαρντς Τζέριαν Γκράντ και ο Χοσέ Καλδερόν.
Στις 15 Ιουλίου, οι Μπουλς ανακοίνωσαν την υπογραφή του, γεννημένου στο Σικάγο, Ντουάιαν Γουέιντ, ενώ την ίδια χρονιά, ο Μπάτλερ πήρε μεταγραφή στους Μινεσότα Τίμπεργουλφς.
Το brand “Σικάγο Μπουλς”
Όπως αναφέρθηκε, το όνομα “Bulls” (Ταύροι) επιλέχθηκε από τον ιδρυτή της ομάδας, Ρίτσαρντ Κλάιν, το 1966. Η ιδέα του ονόματος είναι κατά κάποιον τρόπο ένας φόρος τιμής στο Σικάγο και τη μεγαλύτερη βιομηχανία του, τη βιομηχανία κρεάτων και βοοειδών. Ο Κλάιν, παρά τις άλλες αρχικές του ιδέες, κατέληξε στο Μπουλς, απορρίπτοντας τα τρισύλλαβα ονόματα που είχε σκεφτεί, διότι θεωρούσε ότι καμία ομάδα με τέτοιο όνομα δεν είναι επιτυχημένη.
Σε σχέση με το λογότυπο, είναι ανεξίτηλο στο χρόνο, πράγμα σπάνιο για λογότυπο επαγγελματικής ομάδας. Σχεδιάστηκε το 1966, τη χρονιά ίδρυσης των Σικάγο Μπουλς, από τον αμερικανό γραφίστα Ντιν Π. Γουέσελ. Το σκεπτικό του λογοτύπου είναι τα γράμματα να σχηματίζουν το πρόσωπο ενός ταύρου με μαύρα κέρατα, σύμβολο της αγωνιστικότητας, της δύναμης, αλλά και της τοπικής εμπορικής ιστορίας του Σικάγο.
Η ενδυματολογική εμφάνιση των Σικάγο Μπουλς μετέρχεται τα ίδια χρώματα με το λογότυπο: κόκκινο, μαύρο και λευκό. Οι συνδυασμοί έχουν αλλάξει κατά καιρούς -για παράδειγμα κόκκινα γράμματα σε λευκό φόντο ή το αντίστροφο-, όμως ο κεντρικός σχεδιασμός παραμένει ίδιος.
Το 2017, η Nike ανέλαβε να σχεδιάσει μια καινούργια αθλητική εμφάνιση ειδικά για τους Σικάγο Μπουλς, μια ιδέα η οποία τελικά απορρίφθηκε. Παρόλα αυτά, ως ειδική σειρά αθλητικών εμφανίσεων, έχει κυκλοφορήσει η σειρά από φανέλες “City Edition“, οι οποίες αποτελούν ρούχα εμπνευσμένα από την αρχιτεκτονική και την ιστορία της πόλης του Σικάγο.

Σικάγο Μπουλς: η κουλτούρα
Οι Σικάγο Μπουλς ασφαλώς δεν είναι μόνο μια αθλητική ομάδα. Έχουν εξελιχθεί σε ένα παγκόσμιο πολιτιστικό φαινόμενο, επηρεάζοντας την ποπ κουλτούρα σε τομείς όπως η μόδα, η μουσική, ο κινηματογράφος και η τέχνη. Αυτή η επιρροή οφείλεται κυρίως στην εποχή του Μάικλ Τζόρνταν, αλλά και γενικά στην ιστορία και την ιδιαίτερη ταυτότητα της ομάδας.
Μόδα και streetwear
Τα καπέλα, οι φανέλες και τα φούτερ των Μπουλς έγιναν δημοφιλή στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και κυρίως τη δεκαετία του 1990. Το κλασικό λογότυπο των Μπουλς είναι ένα από τα πιο εμβληματικά στην αθλητική μόδα και το streetwear. Στα γήπεδα ή στο δρόμο την εποχή εκείνη, τα καπέλα με το λογότυπο των Μπουλς τα φορούσαν από φοιτητές και εφήβους μέχρι celebrities παγκοσμίου φήμης.


Επίσης, τα παπούτσια Air Jordan της Nike, εμπνευσμένα από τον Μάικλ Τζόρνταν, είναι ίσως η μεγαλύτερη πολιτισμική επιρροή της ομάδας στην ποπ κουλτούρα. Κάθε νέα κυκλοφορία γίνεται γεγονός, συνδυάζοντας το αθλητικό στιλ με την αστική κομψότητα.

Τέλος, μεγάλοι οίκοι μόδας όπως η Supreme, η Off-White και η Louis Vuitton έχουν αντλήσει έμπνευση από τους Μπουλς για τις συλλογές τους- είτε μας αρέσουν αυτές οι συλλογές είτε όχι.

Διαφήμιση
Οι Σικάγο Μπουλς δεν έχουν ξεφύγει από πολλές εταιρείες που ήθελαν να συνεργαστούν σε κάποιο διαφημιστικό σποτ με την ιστορική ομάδα.
Οι διάσημες καμπάνιες “Be Like Mike” της Gatorade και οι διαφημίσεις της Nike έχουν γράψει ιστορία στα χρόνια δραστηριοποίησης της ομάδας.

Επίσης, οι Μπουλς κάνουν συχνά την εμφάνισή τους σε πακέτα δημητριακών Wheaties, ενώ οι διαφημίσεις της McDonald’s με τον Τζόρνταν και τον Λάρι Μπερντ είναι θρυλικές.

Το μέλλον των Σικάγο Μπουλς;
Παρόλο που οι εποχές δόξας της δεκαετίας του 1990 παραμένουν το λαμπρότερο κεφάλαιο στην ιστορία των Μπουλς, η ομάδα επιδιώκει να ξαναχτίσει μια ανταγωνιστική δυναστεία στη σύγχρονη εποχή του μπάσκετ. Με παίκτες όπως ο Ζακ ΛαΒίν, ο ΝτεΜάρ ΝτεΡόζαν, ο Νίκολα Βούτσεβιτς και ο Πάτρικ Γουίλιαμς και προπονητή τον Μπίλι Ντόνοβαν που ανέλαβε τα ηνία της ομάδας το 2020, φαίνεται ότι ίσως οι Μπουλς επανασχεδιάζουν ένα λαμπρό μέλλον.
Ο χρόνος θα δείξει αν το μέλλον αυτό θα γίνει κάποτε αντάξιο του παρελθόντος της ομάδας.